Η βασικότερη ενέργεια στο ψάρεμα από το σκάφος για να έχουμε αλιευτική απόδοση, είναι η ακινητοποίησή του στο σημάδι που έχουμε επιλέξει για να ψαρέψουμε.
Στην περίπτωση της άγκυρας ρίχνουμε πολλά μέτρα αγκυρόσχοινο με αλυσίδα που μας κρατάει μεν σταθερούς, αν όμως αλλάξει λίγο ο αέρας φεύγουμε από το σημάδι και πρέπει να μαζέψουμε και να ξαναρίξουμε…
Στην περίπτωση της πλωτής, μας διατηρεί για λίγο στο σημάδι αλλά κάθε τόσο πρέπει να τη μαζεύουμε, να επιστρέφουμε στο σημάδι και να την ξαναρίχνουμε.
Και στις δύο περιπτώσεις ξοδεύουμε χρόνο από το ψάρεμα και χρήμα από την κατανάλωση βενζίνης – ειδικά σε πολύωρα ψαρέματα…
Η καλύτερη, όχι ανέξοδη αλλά αποδοτικότατη λύση στο ψάρεμα είναι ένας ηλεκτρονικός – ηλεκτρικός κινητήρας-άγκυρα που φροντίζει να μας διατηρεί ακινητοποιημένους στο σημάδι που έχουμε διαλέξει. Τοποθετείται κυρίως στην πλώρη του σκάφους, (αν και έχουμε δει και κατασκευές στην πρύμνη).
Δείτε στο video πως λειτουργεί η «έξυπνη» ηλεκτρονική άγκυρα Minnkota στο ψάρεμα από σκάφος:
Η «έξυπνη» ηλεκτρονική άγκυρα MinnkotaRiptideTerrovaiPilotLink
Η ηλεκτρική εξωλέµβια µηχανή Minn Kota i-Pilot, έχει ενσωµατωµένο δέκτη GPS και εργονοµικό ασύρµατο τηλεχειριστήριο µε οθόνη LCD, από το οποίο εκτελούνται όλες οι ρυθµίσεις και ο χειρισµός της μηχανής. Επιλέγουµε το σημάδι για να ψαρέψουµε κι αν το σκάφος παρασυρθεί περισσότερο από δυο µέτρα µακριά, το i-Pilot µας επαναφέρει αυτόµατα στο προεπιλεγμένο μας σηµείο µε τη βοήθεια της λειτουργίας Spot-Lock, δηλαδή σαν έξυπνη ηλεκτρονική άγκυρα.
Φτάνοντας στο σημάδι, κατεβάζουμε τη μηχανή στο νερό, ενεργοποιούμε το Spot-Lock, και αυτό µε τη βοήθεια του ενσωματωμένου GPS εκτελεί κινήσεις διορθώνοντας συνεχώς τη πορεία µας αφού στρίβει, και δίνει πρόσω – ανάποδα ανάλογα µε τον αέρα η το ρεύμα που επικρατεί. Μπορούμε επίσης να ρυθμίσουμε ταχύτητα και κατεύθυνση µε το ασύρματο τηλεχειριστήριο, από οποιοδήποτε και αν βρισκόμαστε.
i-Pilot και Record Track
Το i-Pilot που διαθέτει, έχει έξι μνήμες για αποθήκευση σημείων και μπορεί να πραγματοποιήσει πλοήγηση αυτόματα ανά πάσα στιγµή. Το i-Pilot επίσης µπορεί να αποθηκεύσει έως και έξι διαδροµές, µήκους 2 µιλίων η κάθε µία, τις οποίες µπορούµε να επαναλάβουµε σε οποιαδήποτε κατεύθυνση επιλέξουµε. Με το Record Track µπορούµε να αποθηκεύσουµε και να επαναλάβουµε όσες διαδροµές έχουν ήδη πραγµατοποιηθεί.
Αυτόµατος πιλότος
Η «έξυπνη» ηλεκτρονική άγκυρα Minn Kota i-Pilot, διαθέτει ένα σύστημα αυτόµατου πιλότου, με ενσωματωμένο GPS, για να διατηρήσει την πορεία και την ταχύτητα του σκάφους µε ακρίβεια, στην κατεύθυνση που επιθυμούμε, είτε λόγω ανέμου, κυματισμού ή ρευμάτων. Ακόµη, µε τη λειτουργία Cruise control, έχουμε τη δυνατότητα να ρυθµίσουμε µε ακρίβεια την ταχύτητα του σκάφους µε 0,1 mph.
Μερικές χρήσιμες συμβουλές για τι πρέπει να προσέχουμε όσον αφορά την επιλογή των “σαρακοστιανών” προκειμένου να αποφύγουμε το δυσάρεστο ενδεχόμενο μιας τροφικής δηλητηρίασης από ακατάλληλα θαλασσινά, δίνουμε παρακάτω.
Κεφαλόποδα.
Τα χαρακτηριστικά για το φρέσκο χταπόδι, καλαμάρι και σουπιά, είναι η επιφάνειά τους να είναι υγρή και γυαλιστερή, η σάρκα τους να είναι συμπαγής και ελαστική, τα μάτια γυαλιστερά, ζωηρά και χωρίς κηλίδες, ενώ τα πλοκάμια και οι βεντούζες να είναι ανθεκτικά στο τράβηγμα.
Οστρακοειδή
Τα χαρακτηριστικά για τα φρέσκα οστρακοειδή όπως τα στρείδια, τα μύδια και τα κυδώνια, εφ’ όσον πωλούνται με κέλυφος θα πρέπει να είναι ζωντανά. Αυτό φαίνεται από το κέλυφος το οποίο είναι κλειστό και πολύ δύσκολα ανοίγει και από το ερμητικό κλείσιμο του ανοίγματος του κελύφους όταν προσπαθούμε να το κλείσουμε. Μετά το άνοιγμα, από την σάρκα που είναι γερά κολλημένη στο κέλυφος και υγρή και από την κίνηση που προκαλείται στη σάρκα, μετά από τσίμπημα με το πιρούνι ή με λίγες σταγόνες λεμονιού. Στα αποφλοιωμένα μύδια που είναι πάνω σε πάγο θα πρέπει η σάρκα να είναι γυαλιστερή, συνεκτική και να έχει μυρωδιά θάλασσας.
Στρείδια, Κυδώνια.
Αυγά ψαριών Στο μαύρο χαβιάρι και το μπρίκ, η αλλοίωση φαίνεται με δυσοσμία και υγροποίηση, ενώ στον ταραμά η αλλοίωση φαίνεται με μούχλα, ξήρανση και τάγγιση.
Μαλακόστρακα.
Τα χαρακτηριστικά για τις φρέσκες γαρίδες, τους αστακούς τις καραβίδες και τα καβούρια, τα πόδια τους να είναι στερεά κολλημένα στο σώμα και σκληρά. Να έχουν αντανακλαστικές κινήσεις στα μάτια, στις κεραίες και στα πόδια όταν είναι ζωντανά, η μεμβράνη του θώρακα να είναι τεντωμένη, ανθεκτική και διαφανής, το κεφάλι και ο θώρακας να είναι ανοιχτόχρωμα, όχι μελανού χρώματος και να μην έχουν μαύρες κηλίδες. Οι φρέσκες γαρίδες γλιστρούν εύκολα στα χέρια, ενώ οι αλλοιωμένες δίνουν τη αίσθηση ζέστης όταν βυθίσουμε το χέρι στο κιβώτιο που τις περιέχει.
Παστά
Μπακαλιαρος
Στον αλατισμένο μπακαλιάρο, τη λακέρδα και τονολακέρδα, η αλλοίωση φαίνεται με κοκκινωπό χρώμα και δυσοσμία, ενώ στα παστά και καπνιστά η αλλοίωση φαίνεται με δυσοσμία και γλοιώδη σάρκα.
Υγιεινή και καταλληλότητα.
Τέλος, για την υγιεινή και την καταλληλότητα των θαλασσινών, όπως και για την αποφυγή παραπλάνησης, σοβαρό ρόλο παίζουν, η προσοχή στις πληροφορίες που δίνονται από τον παρασκευαστή στις ενδείξεις των προϊόντων, η προσοχή στην οποιαδήποτε αλλαγή των συνήθων χαρακτηριστικών (οσμή, χρώμα κ.λ.π.), η διαχείριση των θαλασσινών από τον ίδιο τον καταναλωτή (θερμοκρασία συντήρησης, μαγείρεμα κ.λ.π.), η σύγκριση τιμών και ποιότητας και φυσικά η αποφυγή αγορών από «ύποπτα» σημεία πώλησης.
Πολύ καλές ψαριές μας δίνουν ανέκαθεν τα ζωντανά δολώματα όπως οι μάνες το καραβιδάκι ή το Φαραώ. Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήσαμε ζωντανό καραβιδάκι, που το αγαπούν ιδιαίτερα τα ψάρια και το βρίσκουμε στα καταστήματα ειδών αλιείας σχετικά εύκολα.
Για το συγκεκριμένο παραγάδι χρησιμοποιήσαμε αγκίστρια Νο 17, η μάνα του παραγαδιού ήταν 70 mm (για να μην μας κόβεται), το μήκος του παράμαλλου 1,5 μέτρο πάχους 35 χιλιοστών (δουλεύει πολύ καλά τόσο λεπτό και το έχουμε δοκιμάσει), ενώ η απόσταση του ενός παράμαλλου από το άλλο περίπου 2 οργιές. Το παραγάδι μας το ρίξαμε μια ώρα πριν ξημερώσει και αρχίσαμε να το μαζεύουμε αφού βγήκε ο ήλιος. Παραγάδι μπορούμε να αγοράσουμε έτοιμο, ή να το κατασκευάσουμε μόνοι, στον ελεύθερο χρόνο μας.
Κατασκευή παραγαδιού H πρώτη μας δουλειά είναι να κόψουμε τα παράμαλλα στο μήκος που εμείς θέλουμε. Ένας εύκολος και πρακτικός τρόπος είναι να πάρουμε τη νάιλον κουλούρα και με ένα κοφτερό μαχαίρι να την κόψουμε κάθετα. Έτσι, αυτομάτως έχουμε αρκετά παράμαλλα στο μήκος που έχει η περιφέρεια της κουλούρας. Για να μην μπερδευτούν αυτά μεταξύ τους, τα πιάνουμε σε ματσάκια 25 έως 50 παράμαλλων (εξαρτάται από το πάχος τους), και τα δένουμε στις δυο άκρες ή, αν θέλουμε, και στη μέση με ένα λεπτό σχοινάκι και έτσι τα έχουμε έτοιμα προς χρήση. Aν θέλουμε παράμαλλα μεγαλύτερου ή μικρότερου μήκους, τότε αναγκαστικά θα τα κόψουμε ένα-ένα και στη συνέχεια θα τα φτιάξουμε ματσάκια. Αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε για τα παράμαλλα πετονιά τυλιγμένη σε καρούλι αλλά προτιμούμε σε κουλούρα κι αυτό, για να μη γίνουν τα παράμαλλα σπιράλ…
Δέσιμο αγκίστρων και παράμαλλων Αφού έχουμε κόψει όλα τα παράμαλλα που θα χρειαστούμε, είναι η ώρα να δέσουμε πάνω τους τα αγκίστρια. Δένουμε κατευθείαν το αγκίστρι στην άκρη των παράμαλλων πάνω στα ματσάκια, χωρίς να βγάζουμε ένα-ένα τα παράμαλλα και τυλίγουμε τα αγκίστρια – αφού πια έχει ολοκληρωθεί το μάτσο- με λίγο αλουμινόχαρτο. Έτσι, δεν υπάρχει κίνδυνος να μπερδευτούν και να μπλεχτούν. Μετά την ολοκλήρωση του δεσίματος όλων των αγκίστρων στα παράμαλλα, ακολουθεί το δέσιμό τους πάνω στη μάνα του παραγαδιού. Παίρνουμε ένα-ένα και τα δένουμε επάνω στη μάνα, σε απόσταση που νομίζουμε – εμείς προτιμούμε τις δύο οργιές.. Ένα-ένα παράμαλλο που δένουμε, καρφώνουμε το αγκίστρι του πάνω στον φελλό κυκλικά, σύμφωνα με τη φορά που έχουν οι δείκτες του ρολογιού, όταν ρίχνουμε το παραγάδι από τη δεξιά πλευρά του σκάφους, και αντίστροφα από τη φορά του ρολογιού, όταν ρίχνουμε το παραγάδι από την αριστερή πλευρά του σκάφους. Στις δυο άκρες του παραγαδιού έχουμε κάνει από μια θηλιά, την οποία περνάμε σε χοντρό σχοινάκι . Tη μάνα του παραγαδιού καθ’ όλη τη διαδικασία δεσίματος των παράμαλλων πάνω της την τοποθετούμε μέσα στο πανέρι ή την λεκάνη τακτοποιημένη κυκλικά και όχι όπως να ‘ναι, αν θέλουμε να μην έχουμε προβλήματα στο ρίξιμο του εργαλείου. Tην κουλούρα με τη πετονιά που χρησιμοποιούμε για μάνα, την έχουμε περασμένη στην ανέμη ή στα πόδια μιας καρέκλας κι από εκεί την ξετυλίγουμε . Όταν τελειώσουμε το αρμάτωμα του παραγαδιού, την υπόλοιπη πετονιά που θα περισσέψει στην κουλούρα τη δένουμε πρώτα με λεπτά σχοινάκια σε αρκετές μεριές, για να μην ξετυλιχτεί και μπερδευτεί, και στη συνέχεια τη βγάζουμε από την ανέμη και τη φυλάμε για να την χρησιμοποιήσουμε, κάποια άλλη φορά.
Χάραγμα φελλού Όταν έχει ολοκληρωθεί το αρμάτωμα του παραγαδιού και έχει καρφωθεί και το τελευταίο αγκίστρι πάνω στον φελλό, τότε με ένα μαχαιράκι κοφτερό χαράζουμε ελαφρά το φελλό – ή το λάστιχο – από την εξωτερική πλευρά του, ακριβώς στο σημείο που είναι το κάθε αγκίστρι. Δηλαδή κάνουμε τόσες χαραγματιές, όσα είναι και τα αγκίστρια μας. Aυτό γίνεται, για να κρεμάσουμε τα δολωμένα αγκίστρια, όταν θα δολώσουμε το παραγάδι, και γίνεται την πρώτη μόνο φορά που αρματώνουμε το παραγάδι. Στη συνέχεια, όταν χρειαστεί να αρματώσουμε ξανά κάποιο τμήμα του παραγαδιού που έτυχε να κοπεί, επειδή τα καινούρια αγκίστρια θα καρφωθούν εκεί ακριβώς όπου ήταν τα παλιά, οι χαραγματιές ήδη θα υπάρχουν.
Η Δόλωση Πριν ξεκινήσουμε την διαδικασία της δόλωσης, ρίχνουμε πάντοτε αρκετό χαλικάκι θαλάσσης μέσα στο πανέρι μας πάνω στην πετονιά. Ποτέ δεν ξεκινάμε να δολώσουμε το πρώτο αγκίστρι του παραγαδιού. Αρχίζουμε από το τελευταίο γιατί αν δολώσουμε από την αρχή, το παράμαλλο θα κρεμάσει τόσο που θα φτάσει στον πάτο του καλαθιού ή της λεκάνης από τη εξωτερική πλευρά, ενώ θ’ ακολουθήσουν σιγά – σιγά και τα υπόλοιπα, οπότε τα δολωμένα αγκίστρια θα σέρνονται με επόμενο να μπλεχτούν. Ξεκαρφώνουμε από το φελλό, τραβάμε λίγο το αγκίστρι, δολώνουμε και το κρεμάμε στη λεκάνη με τη σειρά ένα – ένα, κοντά – κοντά, με προσοχή να μην τα μπερδέψουμε, ή στερεώνουμε πάνω στο φελλό στις χαρακιές που έχουμε κάνει γι’ αυτό το λόγο. Τελειώνοντας την δόλωση πρέπει να διατηρήσουμε το δολωμένο παραγάδι στη σκιά σκεπασμένο με βρεγμένα πανιά. Προσοχή τοποθετώντας και αφαιρώντας τη λινάτσα να μην μπερδέψουμε τα δολωμένα αγκίστρια μεταξύ τους.
Την ώρα του ριξίματος Στο σκάφος έχουμε πάρει 4- 5 καλαδούρες δεμένες και τυλιγμένες με λεπτό σχοινί. Στην αρχή και στο τέλος του παραγαδιού τοποθετούμε από μία, που θα πρέπει να είναι ανοικτού χρώματος για να ξεχωρίζει από μακριά, κίτρινη ή κόκκινη για να ξεχωρίζει ακόμη και ανάμεσα στα αφρισμένα κυματάκια . Σε περίπτωση που στο μέρος όπου θα ρίξουμε το παραγάδι έχει ξέρες, δένουμε καλαδούρες κάθε 30 – 40 αγκίστρια, ώστε αν το παραγάδι μας σκαλώσει σε ένα σημείο, να έχουμε και άλλα εναλλακτικά για το μάζεμα. Στο βυθόμετρο βλέπουμε το βάθος του τόπου που επιλέξαμε να ρίξουμε, δένουμε την πρώτη σημαδούρα στην αρχή του παραγαδιού όπου προσαρμόζουμε ένα βαρίδι έως μισό κιλό, ξετυλίγουμε τα αντίστοιχα μέτρα σχοινιού από τη σημαδούρα, την πετάμε στη θάλασσα και μόλις τεντώσει το σχοινί αφήνουμε το βαρίδι και την αρχή του παραγαδιού που έχουμε δέσει σ’ εκείνο το σημείο. Έτσι το παραγάδι αρχίζει να πατώνει. Ο λόγος κατά τον οποίο πρέπει να τηρήσουμε την προηγούμενη διαδικασία, είναι για να μην στρίψει η μάνα επάνω στο σχοινάκι της σημαδούρας και χάσουμε αγκίστρια αλλά έχουμε και μπλέξιμο Το σημείο στο οποίο πρέπει να είμαστε και να ρίχνουμε το παραγάδι, είναι το πίσω μέρος του σκάφους, δηλαδή η πρύμνη.
Το μάζεμα Πριν μαζέψουμε το παραγάδι πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι το ψάρεμα είναι διασκέδαση κι επικοινωνία με τους συναλιευτές μας, γι’ αυτό εκνευρισμοί και φωνές έχουν πάντοτε αρνητικά αποτελέσματα. Αφού φτάσουμε με το καλό στον τόπο που έχουμε ρίξει, αποχιάζουμε τη σημαδούρα και ξεκινώντας το μάζεμα, τραβάμε από τη θάλασσα σιγά – σιγά τη μάνα και την τοποθετούμε μαζί με τα παράμαλλα στη λεκάνη. Δεν καρφώνουμε αγκίστρια στους φελλούς ούτε ξεδολώνουμε αγκίστρια πού δεν έχει φαγωθεί το δόλωμά τους. Ξαγκιστρώνουμε ή κόβουμε το παράμαλλο, μόνο των ψαριών πού έχουν πιάσει και τα βάζουμε σε μια άλλη λεκάνη. Ο έτερος ψαράς πού βρίσκεται στη μηχανή ή στα κουπιά φροντίζει πάντα η μάνα να είναι κάθετα με τη βάρκα για να μαζεύεται καλύτερα το παραγάδι, ενώ είναι πάντα έτοιμος για βοήθεια. Εκείνος πού ανεβάζει το παραγάδι έχει δίπλα του την απόχη για να αποχιάσει το μεγάλο ψάρι που έχει πιαστεί. Η διαδικασία αυτή, το λεγόμενο λεβάρισμα, γίνεται κόντρα στον αέρα, ο οποίος συνήθως την αυγή είναι από ελάχιστος έως ανύπαρκτος, εκτός περιπτώσεων θαλασσοταραχής…
Τα αποτελέσματα. Λίγο μετά το ξεκίνημα του λεβαρίσματος χαμόγελα έδιναν κι έπαιρναν στην όψη Λυθρινιών, ενός καλού σαργού, σπάρων και χάνων που αργότερα έγιναν κακαβιά Ήταν ένα αποδοτικό ψάρεμα που μας έδειξε ακόμη μια φορά πως, όταν υπάρχουν ψάρια με όρεξη στην περιοχή που ψαρεύουμε το αποτέλεσμα είναι πάντα θετικό. Να κλείσουμε υπενθυμίζοντας ότι, στόχος μας είναι η διασκέδαση με την αλιευτική συντροφιά και η προστασία με οποιονδήποτε τρόπο της αγαπημένης θάλασσας, που μας προσφέρει απλόχερα τον πλούτο της.
Η τσιπούρα είναι από τα πιο αγαπημένα και «δύσκολα ψάρια». Η επιλογή του δολώματος για το ψάρεμά της δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι τροφές πού προτιμά είναι αυτές που βρίσκει στο φυσικό της περιβάλλον, οι ζωικοί οργανισμοί δηλαδή του βυθού. Εμείς θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το αντίστοιχο δόλωμα που υπάρχει στην συγκεκριμένη περιοχή που θα ψαρέψουμε.
Μερικά από τα δολώματα που προτιμά η «χρυσοφρίδα» είναι : Μύδι, γαρίδα, καραβιδάκι, σκαλτσίνι, καβουράκι, σκουλήκια ( αμερικάνικο, Φαραώ, μονοδόλι κλπ), ή σαρδέλα σε τάκο και φυσικά ανάλογα με τη διάθεσή της γιατί πρόκειται για εκλεκτικό ψάρι.. Έχει παρατηρηθεί ότι ενώ αγαπά πολύ κάποια δολώματα, σε συγκεκριμένες περιοχές ούτε που τα αγγίζει! Αυτό συμβαίνει γιατί στον συγκεκριμένο τόπος που ψαρεύουμε δεν υπάρχει το δόλωμα που χρησιμοποιούμε. Προσοχή λοιπόν γιατί το ψάρι τρώει μόνο ότι βρίσκει στην περιοχή που κατοικεί. Αν υπάρχουν για παράδειγμα μύδια και όχι φαραώ, η πρώτη της επιλογή είναι το μύδι που έχει συνηθίσει να βρίσκει εκεί, όχι ότι περιφρονεί το σκουλήκι, αλλά το υποψιάζεται γιατί δεν το συναντά στον συγκεκριμένο τόπο .
Η περιοχές που ψαρεύαμε τσιπούρες είχε αμοσσούρες, ανάμεσα σε μονόπετρα, αλλά και μαρουλάκι. Στον τόπο υπήρχαν σκουλήκια ενώ εμείς για το συγκεκριμένο ψάρεμα επιλέξαμε τελικά μονοδόλια, γιατί δεν είχαμε βρεί να αγοράσουμε φαραώ, κάτι που τελικά μας βγήκε σε καλό…
ΤΣΙΠΟΥΡΑ Φωτο Νίκος Λυμπερόπουλος
Δολώματα.
Υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόσουμε για να δολώσουμε τα δολώματα.
Το μονοδόλι ή «Χαλκιδέϊκο» που τελικά χρησιμοποιήσαμε, είναι σκουλήκι ανώτερης κατηγορίας με μεγάλη επιτυχία στα καλά ψάρια. Ο μέσος όρος του μεγέθους του είναι γύρω στα επτά εκατοστά, ενώ πρόκειται για ανθεκτικό δόλωμα αφού μπορεί να διατηρηθεί ζωντανό μια περίπου εβδομάδα. Η συντήρηση του γίνεται είτε μέσα σε θαλασσινό νερό, όπου δεν πρέπει να ξεπερνά το ένα δάχτυλο, είτε μέσα σε βρεγμένη εφημερίδα – με θαλασσινό ασφαλώς νερό- στο ψυγείο.
Στο μονοδόλι διαφέρει ο τρόπος που το περνάμε στο αγκίστρι. Σε αντίθεση με κάποια άλλα σκουλήκια πού τα περνάμε κεντητά, το αγκίστρι διαπερνά το Χαλκιδέϊκο που δολώνεται ολόκληρο, εξ ού και το όνομά του (Μονοδόλι). Το προκλητικό χρώμα του, η ικανότητά του να φωσφορίζει και οι ελκυστικές κινήσεις που κάνει δολωμένο, το αναγάγουν σε ένα από τα καλύτερα δολώματα.
Αλιευτικά εργαλεία.
ΤΣΙΠΟΥΡΑ Φωτο Νίκος Λυμπερόπουλος
Χρησιμοποιούμε πετονιά 25 το πολύ 30mm και περνάμε ένα βαρίδι σωληνωτό, όσο το δυνατόν μικρότερο πριν δέσουμε το αγκίστρι της επιλογής μας πού θα πρέπει να είναι Νο3 ή Νο4 παπαγαλάκι ή άλλου τύπου με μεγάλη κοιλιά. Σκοπός του σωληνωτού βαριδιού είναι να μείνει κολλημένο στο βυθό καθώς το ψάρι τσιμπά, ή γλύφει το δόλωμα ώστε να μην υποψιαστεί και φύγει. Ανάλογα με το βάρος της μολυβήθρας βέβαια θα είναι και η απόσταση που θα καταφέρουμε να πετάξουμε. Θυμηθείτε όμως! Όσο πιο απλή και μικρή αρματωσιά, τόσο καλύτερα αποτελέσματα. Θα σας προτείναμε να μην χρησιμοποιήσετε ούτε στριφτάρι, αν και κινδυνεύει να στρίψει και να καταστραφεί η πετονιά, για μια καλή Τσιπούρα είναι αυτή…
Ψαρεύοντας τσιπούρες με καθετή λοιπόν θα χρησιμοποιήσουμε την προηγούμενη αρματωσιά και ένα ακόμη παράμαλλο 5 mm λεπτότερο από την μάνα, μήκους περίπου 30 πόντων πού θα το δέσουμε 40 πόντους πάνω από το μολύβι. Παίρνουμε τη βάρκα μας διαλέγουμε το μέρος πού ξέρουμε ότι κρατάει Τσιπούρες και ρίχνουμε δύο άγκυρες, μια από την πλώρη και μια από την πρύμνη, σταθεροποιούμε το σκάφος μας και προσπαθούμε να μην κάνουμε τον παραμικρό θόρυβο. Η τσιπούρα ακούει στα 15 ακόμη και στα 20 μέτρα, πόσο μάλλον στα 5 μέτρα βράδυ…
Το άρπαγμα στο μονοδόλι.
ΤΣΙΠΟΥΡΑ Φωτο Νίκος Λυμπερόπουλος
Η Τσιπούρα είναι πολύ δυνατό ψάρι, άλλοτε τσιμπάει χωρίς όρεξη και άλλοτε αρπάζει με δύναμη το δόλωμα. Κάνει πολλά κεφάλια και δυνατά χτυπήματα γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή να μην μας ξαγκιστρωθεί, γι αυτό ποτέ δεν ζορίζουμε την πετονιά! Αφήνουμε όταν τραβάει και τραβάμε μόλις χαλαρώσει. Εάν την πετύχουμε σε ημέρα πού αρπάζει το δόλωμα και το καταπιεί, έχουμε ελάχιστες έως καμία πιθανότητες να τη φέρουμε – αν ψαρεύουμε απο ακτή ιδίως αν ξεπερνά το κιλό – διότι με τα δυνατά σαγόνια της θα μάσηση την πετονιά και θα μας την κόψει. Αν είναι ημέρα πού γλύφει και την πετύχουμε τη στιγμή πού έχει δαγκώσει το δόλωμα και το έχει στο στόμα ώστε να το μαλακώσει, είμαστε τυχεροί. Με ένα τράβηγμα θα την πιάσουμε από τα χείλη και θα καταλήξει στην ψαροσακούλα μας αρκεί να είμαστε εφοδιασμένοι με απόχη που θα διαθέτει σχετικά μεγάλο κοντάρι. Αν μας ξενερίσει το ψάρι, το χάσαμε…
Στα ψαρέματα από την ακτή, το πρώτο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε είναι πως δεν ψαρεύουμε ποτέ έναν τόπο που το βάθος του είναι μεγαλύτερο από το μήκος του καλαμιού που διαθέτουμε, ακόμα κι αν το μήκος του είναι το ίδιο με το βάθος του λιμανιού.Επειδή όλοι οι τόποι δεν έχουν το ίδιο βάθος πρέπει να έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερα από ένα καλάμια μεγάλου μήκους στο ψάρεμα απίκο, είτε ψαρεύουμε με φελλό, είτε με την κλασσική μέθοδο. Στο συγκεκριμένο ψάρεμα, δεν χρειάζεται να έχουμε φελλό ή καρτελάκι, έστω και αν το βάθος είναι μεγάλο. Ένας από τους τρόπους με σκοπό να ψαρέψουμε σε πιο βαθιά νερά, είναι εκείνος όπου κάποιοι ψαράδες μεγαλώνουν την αρματωσιά, κάτι που όμως δεν θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Υπάρχει καλύτερος και αποδοτικότερος τρόπος.
Καλάμι. Το ψάρεμα αυτό γίνεται με καλάμια τριών μέτρων και με χρήση μουλινέ, το καλάμι δεν χρειάζεται να είναι κατασκευασμένο από γραφίτη, μπορεί να είναι από άνθρακα, ενώ τo action θα μας προσδιορίσει και την σκληρότητα του. Όσο πιο μεγάλο action έχει τόσο το καλύτερο για το συγκεκριμένο είδος ψαρέματος. Στο εμπόριο υπάρχουν καλάμια με action βαριδιού στα 350 gr, όπου είναι αυτά που χρειαζόμαστε. Ο Βαθμός κυρτότητας τους είναι ελάχιστος, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται να ψαρέψουμε σε μεγάλα βάθη το οποίον σημαίνει ότι η αδράνεια που θα προκληθεί από το βαρίδι και το ψάρι θα είναι μεγαλύτερη από τον κλασσικό τρόπο ψαρέματος.
Βάση. Η Βάση που έχουμε για το κανονικό ψάρεμα απίκο είναι αυτή που χρειαζόμαστε και στο ψάρεμα αυτό. Εδώ όμως θα πρέπει να προσέξουμε κάτι πολύ βασικό. Ο μηχανισμός του καλαμιού θα πρέπει να πέφτει έξω από το ημικυκλικό στήριγμα της βάσης. Έτσι το καλάμι, θα «ζυγίζει» καλύτερα. Με λίγα λόγια θα πρέπει να αγοράσουμε καλάμι , ανάλογα με την Βάση που έχουμε. Είναι πολύ σημαντική αυτή η παρατήρηση, επειδή το στυλ αυτό του ψαρέματος παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες. Εκτός αν προτιμάτε να το κρατάτε στο χέρι… Για να ψαρέψουμε πιο άνετα, θα πρέπει να μεγαλώσουμε λίγο το πρώτο χοντρό στέλεχος του καλαμιού μας. Αυτό θα το πετύχουμε με την χρήση αφρώδους υλικού, ώστε το καλάμι να μπορεί να σφηνώνει κατά κάποιο τρόπο στην «χούφτα» της Βάσης.
Μηχανισμός και πετονιές. Ένας μηχανισμός τύπου casting, είναι αυτός που χρειαζόμαστε. Η ταχύτητα του να μην ξεπερνά τον λόγο 5/1 και να ρυθμίζονται τα φρένα από το μπροστινό μέρος του, έτσι ώστε να μας δίνει «χέρι».Πριν αγοράσετε το μηχανισμό ελέγξτε αν πάνω και στις δύο μπομπίνες του (την κύρια και την εφεδρική), υπάρχει το ειδικό clip, στήριξης της πετονιάς. Όσον αφορά τις πετονιές που θα χρησιμοποιήσουμε πρέπει να έχουν υψηλές αντοχές και να είναι προδιαγραφών IGFA.
Αμερικάνικο
Αγκίστρι, σαλαγκιά και δόλωμα. Αγκίστρι εμείς χρησιμοποιούμε Νο3 ή Νο 4, ενώ άν σας αρέσει να ψαρεύετε με σαλαγκιές, μη χρησιμοποιήσετε τα μεγάλα νούμερα, όσο μεγάλα κι αν είναι τα ψάρια που υπάρχουν από κάτω. Το μεγαλύτερο νούμερο σαλαγκιάς δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεπερνάει το No 8 , ή No 6 για όσους χρησιμοποιούν σαλαγκιές VMC. Το προτεινόμενο νούμερο είναι το 10. Θα πρέπει να λάβουμε υπ όψιν μας ότι όσο πιο μικρή είναι η σαλαγκιά, τόσο πιο ανθεκτικά είναι τα αρπάδια της.Το δόλωμα τέλος, δεν θα πρέπει να μας προβληματίζει, ζυμωτό για τις σαλαγκιές και σκουλήκια ζωντανά ή νωπά για τ’ αγκίστρια.
Ακροβάτης
Αρματωσιά. Η αρματωσιά μας δεν έχει ιδιαιτερότητες σε σχέση με την γνωστή μας αρματωσιά. Τα μόνα που αλλάζουν είναι τα νούμερα των πετονιών. Η διάμετρος θα πρέπει να είναι 0,40 mm και για παράμαλλο θα χρησιμοποιήσουμε 0,30 mm. Για να πατώσει στα γρήγορα, θα πρέπει να βάλουμε στο τέλος της πετονιάς της μάνας – εκεί που αυτή, θα «δέσει» με το παράμαλο δια μέσου ενός στριφταριού – ένα περαστό κυλινδρικό βαριδάκι No 4.
Μέτρηση του βυθού. Πρόκειται για μια διαδικασία που θα πρέπει να γίνεται κάθε φορά που ρίχνουμε την αρματωσιά μας μέσα στο νερό, κάτι που δεν κάνουμε με την κλασσική μέθοδο. Ξεχνάμε τους γνωστούς σφαιρικούς βυθομετρητές που χρησιμοποιούμε στο κλασικό απίκο ψάρεμα και κατασκευάζουμε ένα δικό μας. Θα χρειαστούμε ένα μικρό κομμάτι μολυβιού πλακέ με βάρος πιο μεγάλο από το βαρίδι της αρματωσιάς μας. Μια πετονιά No 28 mm που θα πρέπει να είναι λεπτότερη από την λεπτότερη πετονιά του το παράμαλλου, έτσι ώστε αν κολλήσει κάτω στον πυθμένα, μ’ ένα τράβηγμα να σπάσει και το μόνο που θα χάσουμε τότε, θα είναι απλά ο βυθομετρητής, ενώ η αρματωσιά μας θα μείνει άθικτη. Τέλος δύο μικρά «δαγκωτά» βαριδάκια, που το ένα είναι μετακινούμενο και το άλλο σταθερό. Βάζουμε το ένα αρπάδι της σαλαγκιάς μας, ή των αγκιστριών στην μικρή πάνω θηλιά και σπρώχνουμε το μικρό βαριδάκι προς τα πάνω, έτσι ώστε να «αγκαλιάσει» η πετονιά το αρπάδι. Η απόσταση των δύο βαριδιών θα πρέπει να είναι 8 εκατοστά, όσο δηλαδή χρειάζεται η σαλαγκιά να απέχει από τον πυθμένα. Ρίχνουμε μέσα στο νερό την αρματωσιά μέσω του μηχανισμού κι εκεί που θα βρούμε την «κόντρα» του βυθομετρητή, σταματάτε τη λειτουργία του (του μηχανισμού). Ανεβάζουμε λίγο κι εκεί που επιθυμούμε να ψαρέψουν τα αγκίστρια σας, «στοπάρουμε» την πετονιά, βάζοντας την μέσα στο ειδικό clip, της μπομπίνας. Στη συνέχεια ανεβάζουμε την αρματωσιά μας, χωρίς να την απασφαλίσουμε από το clip, γιατί θα χάσουμε τη σωστή θέση. Με τον τρόπο αυτόν, ανεβάζουμε το βυθομετρητή μας, για να τον ξαναχρησιμοποιήσουμε την επόμενη φορά. Ξαναρίχνουμε χωρίς τον βυθομετρητή και ξεκινάμε το ψάρεμα μας.
Ψαρεύοντας. Πριν ξεκινήσουμε το ψάρεμα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προρυθμίσουμε τα φρένα στην αντοχή της πετονιάς του παράμαλλου. Αυτό πραγματοποιείται κρατώντας την άκρη του παράμαλλου από το αγκίστρι, γιατί αν τα ρυθμίσουμε κρατώντας την πετονιά της μάνας, σε κάποια οριακή περίπτωση θα μας κοπεί το παράμαλλο, αφού η προρύθμιση έγινε με Βάση την πετονιά της μάνας. Η αρματωσιά μας τώρα ψαρεύει στη σωστή της θέση. Όταν θα θελήσουμε ν’ ανανεώσουμε το δόλωμά μας, ή αν φέρνουμε κάποιο ψάρι, απασφαλίζουμε την πετονιά από το clip της μπομπίνας και λεβάρουμε κανονικά με το μηχανισμό.
Δεν χρειαζόμαστε φελλό. Δεν χρειάζεται να έχουμε φελλό ή καρτελάκι, ειδικά αν το Βάθος που ψαρεύουμε είναι μεγάλο. Αν το βάθος είναι σχετικά μικρό και ψαρεύουμε νύχτα, μπορούμε να βάλουμε στην κορυφή της μύτης «ξαπλωτά» ένα φιαλίδιο sialum, τίποτε άλλο. Όταν δούμε κάποια περίεργη κίνηση στο χημικό φώς, όσο ανεπαίσθητη κι αν είναι, αρχίζουμε να λεβάρουμε σταθερά και ποτέ καθιστοί. Σηκώνουμε το καλάμι μας και κάνουμε τις ίδιες κινήσεις που κάνουμε, σαν να ψαρεύουμε castmg.
Εκτός από τεχνική και εργαλεία καλής ποιότητος, το ψάρεμα χρειάζεται κυρίως «καλή παρέα» Χειμώνα – Καλοκαίρι. Το rockfishing είναι είδος ψαρέματος που μας αρέσει λίγο παραπάνω, γιατί εκτός των άλλων χρειάζεται μεγάλη προσοχή, αλλά είναι και πιο περιπετειώδες, ειδικά τις ημέρες που φυσάει πολύ. Το rockfishing είναι υπέροχο και υπόσχεται καλά αποτελέσματα, προσοχή όμως στα βράχια !!!
Rock Fishing, Surf Casting και Surf Fishing, είναι πάρα πολύ κοντά, αλλά διαφέρουν. Το Surf Fishing πραγματοποιείται την ίδια εποχή, με το surfcasting με προτίμηση τους μήνες που το ψάρι ξεκουράζεται, ξεκινώντας από το Σεπτέμβριο μέχρι και το Δεκέμβριο ή ακόμα και τον Ιανουάριο, εκμεταλλευόμενοι ειδικά όχι τις μεγάλες και δυνατές θαλασσοταραχές αλλά τις πιο εξασθενημένες, χωρίς βέβαια αυτό να είναι απόλυτο. Για το συγκεκριμένο ψάρεμα προτιμούμε τα καλάμια light & thin και τα Rip με casting range έως 150 γραμμάρια. Όσον αφορά τους μηχανισμούς, μένουμε στους ίδιους με το πατωτό, με τη μόνη διαφορά ότι οι συγκεκριμένοι είναι λίγο πιο μεγάλοι για να τυλιχτούν περίπου 250 μέτρα 0,30 mm. Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε και οριζοντίου τυμπάνου της τάξης των 12 λιμπρών. Τα παράμαλλα θα διαφέρουν είτε στη διάμετρο της πετονιάς, που θα είναι πλέον 0,25 -0,30, είτε στα αγκίστρια, που θα είναι No4 για Aberdeen, ή No2 για Beak, όπου εδώ μπορούμε να δολώσουμε πορφύρα ή σαλιγκαράκια.
Surf Casting Προσοχή στους σαργούς! Στο «αυθεντικό» surf casting μπορούμε να πάρουμε λίγα, αλλά πολύ μεγάλα κομμάτια. Όσον αφορά τον εξοπλισμό, με τα κατανεμώμενα καλάμια (Rip) θα έχουμε και καλύτερη απόδοση της σχέσης βάρους – δύναμης, απεριόριστες βαλλιστικές δυνατότητες και εξαιρετικές ικανότητες ειδοποίησης των τσιμπημάτων, έστω και αν αυτά είναι πολύ ψιλά. Στα καλάμια αυτά μπορούμε να συνδυάσουμε άνετα μηχανάκια οριζοντίου τυμπάνου 12 ή 15 λιμπρών που είναι τα προτεινόμενα, ή και μεγαλύτερα αν το επιθυμούμε. Το surfcasting στον εξοπλισμό του διαθέτει πολλά και διαφορετικά ειδικά παράμαλλα, για την αντιμετώπιση των σαργών για τους οποίους έγινε λόγος παραπάνω. Το Pater Noster και τα διαφορετικά Short είναι τα πιο συνιθισμένα, ενώ σχετικά με τις διαμέτρους αυτές κυμαίνονται από 0,30 έως 0,40. Φυσικά, μέσα στα κύματα εμφανίζεται η σημασία των υγρών που αφήνουν δολώματα όπως οι σαρδέλες, αλλά και οι σωλήνες, οι πορφύρες, τα μισά καβούρια ή τα μονοδόλια. Είναι γνωστό ότι με τα κύματα η πετονιά μας είναι συνεχώς μαζί με τη μύτη του καλαμιού σε μόνιμη δραστηριότητα. Έτσι σχεδόν ποτέ δεν καταλαβαίνουμε το τσίμπημα, ή αν το δόλωμα είναι ακόμα στη θέση του. Εδώ θα πρέπει να εκπαιδευτεί το μάτι μας στις διαφορετικές κινήσεις της μύτης του καλαμιού, ώστε να είμαστε έτοιμοι για κάθε περίπτωση, ειδικά με ένα ψάρι πρώτης κατηγορίας όπως ο μεγάλος σαργός που πρώτα θα γλύψει, μετά από λίγο θα πάρει δειλά – δειλά το δόλωμα και μετά θα το καταπιεί..
RockFishing Στο rock fishing υπάρχει κάποια διαφορά μόνο στο μήκος των καλαμιών, αυτό όμως εξαρτάται από τη μορφολογία του ψαρότοπου. Άλλη μια ιδιαιτερότητα – πέρα από τα παράμαλλα που είναι τα ίδια με αυτά του surfcasting – είναι ότι εδώ θα χρησιμοποιήσουμε το μολύβι «παραμελώ», δηλαδή στην περίπτωση που αυτό θα πιαστεί στο βυθό ακόμα και με το ψάρι και δίνοντας λίγη δύναμη στο τράβηγμα της πετονιάς, δεμένο με λίγη ψηλή πετονιά το βαρίδι θα χαθεί αλλά δεν θα χαθεί το ψάρι. Οι καλύτερες ώρες για το ψάρεμα του σαργού είναι αυτές από το σούρουπο έως το χάραμα και σποραδικά κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν η θάλασσα είναι πολύ φουρτουνιασμένη. Στο rock fishing δεν χρειάζονται μακριά πετάγματα αλλά ένα καλό Rip, δηλαδή το κατανεμώμενο καλάμι που είναι ευαίσθητο, έχει δύναμη μαζέματος και είναι αποτελεσματικό. Σε αυτό θα φορέσουμε ένα γρήγορο και δυνατό μηχανισμό με πετονιά 0,35 – 0,40.
Για να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα, θα χρησιμοποιήσουμε τα παράμαλλα τύπου pater noster ή short ανεστραμμένο. Αν τα ελατήρια που κρατούν τα αγκίστρια τα κάνουμε να λειτουργούν από τον πυθμένα της θάλασσας περίπου 50 εκατοστά, ακόμα καλύτερα. Τα δολώματα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είναι πορφύρες, μύδια, καβούρια, φιλέτα σαρδέλας, σουπιά ή καλαμάρι, ανάλογα βέβαια την εποχή και τον τόπο που θα ψαρέψουμε.
Μπορεί τα χρόνια να περνούν, οι τρόποι αλίευσης όμως παραμένουν σχεδόν ίδιοι. Μόνο τα εργαλεία αλλάζουν που συνάδουν με την εξέλιξη της τεχνολογίας, κατά τα άλλα οι συνήθειες και οι αντιδράσεις των αλιευμάτων παραμένουν ίδιες.
Οι παππούδες μας που ψάρευαν καλαμάρια, τοποθετούσαν στη βάρκα ένα μικρό πυροφάνι, ή μια απλή λάμπα ή μια λάμπα ασετιλίνης, που σκοπό είχε να φωτίζει την επιφάνεια σ’ ένα μικρό βάθος και για μια περιορισμένη σχετικά περιοχή. Καλάριζαν στη θάλασσα την πετονιά, η οποία αποτελείτο από ένα απλό γερό νήμα, ή πετονιά, στο οποίο έδεναν την καλαμαριέρα και μας εξηγούσαν: «Η καλαμαριέρα αποτελείται από ένα μεταλλικό μολυβωμένο σώμα ή από μολύβι μόνο, που συνήθως βάφεται άσπρο. Το σχήμα αυτού του τεχνητού δολώματος για καλαμάρια, μοιάζει με μια μεγάλη ελιά. Στην άκρη υπάρχει μια σειρά από βελόνες πολύ μυτερές, τοποθετημένες ακτινωτά, οι οποίες είναι εστραμμένες προς τα πάνω. Άλλοι τύποι καλαμαριέρας, αποτελούνται αντίθετα από έναν μεταλλικό σωλήνα, καλυμμένο με χρώμιο που στην μια άκρη του έχει το δαχτυλίδι με το οποίο συνδέεται η μάνα και στην άλλη άκρη οι βελόνες που είναι λοξά γυρισμένες προς τα πάνω σε ακτινωτή διάταξη, όπως στον προηγούμενο τύπο.» Χρησιμοποιούσαν την καλαμαριέρα χωρίς άλλο δόλωμα, ενώ άλλοι έδεναν στο σώμα της καλαμαριέρας ένα ψάρι, ένα πόδι από κότα, ένα κομμάτι κρέας, ή λαρδί. Αυτή η τροφή είχε σκοπό να κρατά καλύτερα το καλαμάρι όταν ψαρεύεται: «Όταν φτάσουμε στην κατάλληλη περιοχή και ανάψουμε τη λάμπα, αφήνουμε να τρέξει η πετονιά που βαστά την καλαμαριέρα μέχρι να αγγίξει το βυθό. Μετά την σηκώνουμε λίγο και κατόπι σιγά – σιγά την βγάζουμε έξω στην επιφάνεια. Στις πλούσιες περιοχές σε καλαμάρια και τις τυχερές βραδιές δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μανούβρες για να προσελκύσουμε τα καλαμάρια που ρίχνονται αμέσως στο τεχνητό δόλωμα. Άλλες φορές αντίθετα, είναι αναγκαίο να κινούμε την καλαμαριέρα με αργή κίνηση, από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Αυτές οι μανούβρες σκοπό έχουν να τραβήξουν την προσοχή των καλαμαριών.
Η αίσθηση του «χτυπήματος» Το καλαμάρι συνήθως ρίχνεται χωρίς κανένα δισταγμό στην καλαμαριέρα κι έτσι καρφώνωνται τα πλοκάμια του επάνω στις βελόνες. Ο ψαράς θα αισθανθεί κάποιο βάρος, αλλά δεν αισθάνεται τραβήγματα ή κεφάλια όπως με τα ψάρια, παρά αντίσταση κατά διαστήματα. Με γρήγορες κινήσεις των χεριών καρφώνει το καλαμάρι που διαπερνάται από τις βελόνες, ενώ αμέσως μετά το κάρφωμα πρέπει να ανέβει το καλαμάρι στο σκάφος όσο πιο γρήγορα είναι δυνατό. Τα καλαμάρια στις μέρες μας πάντως, τα ψαρεύουμε με καλαμαριέρες – ψαράκια που αγοράζουμε από τα καταστήματα ειδών αλιείας, απ’ όπου μπορούμε να προμηθευτούμε και συρμάτινες αρματωσιές, ή αν προτιμάμε μπορούμε να δέσουμε δικές μας, χρησιμοποιώντας πετονιά.
Οι κλασσικοί ψαράδες κρατάνε τη μάνα που είναι τυλιγμένη με καρούλα στο χέρι και ανεβοκατεβάζουν μέχρι να «χτυπήσει το καλαμάρι». Αυτός είναι μεν ο κλασσικός τρόπος, εγκυμονεί όμως τον κίνδυνο να χάσουμε ένα καλό και πολύ βαρύ καλαμάρι κατά την άνοδο της πετονιάς, διότι μπορεί να έχει πιαστεί μόνο από το μακρύ λεπτό πλοκάμι του και όχι από τα μικρά όπως στην φωτο. Καθώς τραβάμε την πετονιά και ενώ εκείνο ασκεί δύναμη προς τα κάτω, το πιθανότερο είναι να μην αντέξει το πλοκάμι, να σπάσει κι έτσι εμείς θα χάσουμε το καλαμάρι, ενώ εκείνο τρομαγμένο θα συμπαρασύρει και το υπόλοιπο κοπάδι, οπότε αντίο ψάρεμα. Πιο σίγουρος τρόπος είναι αυτός με τη χρήση καλαμιού και μηχανισμού, όπου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εκείνο με το οποίο κάνουμε συρτή με μολύβι φύλακα – ή και με πιο ελαφρύ εργαλείο – όπου ο προαναφερόμενος κίνδυνος ελαχιστοποιείται. Κατά την άνοδο του καλαμαριού και όποτε αυτό ασκεί πίεση προς τα κάτω, δουλεύουν τα φρένα του μηχανισμού που έχουμε ρυθμίσει ανάλογα με το βάρος του κι έτσι το πλοκάμι δεν σπάει, οπότε οδηγούμε το καλαμάρι στη βάρκα με ασφάλεια.
Αρματωσιά Για να φτιάξουμε την αρματωσιά μας δένουμε πάνω σε πετονιά 60 mm, τρείς έως πέντε, καλαμαριέρες διαφόρων φωσφορούχων χρωμάτων για τη νύχτα, ενώ προτιμούμε έντονο κόκκινο, πράσινο ή πορτοκαλί για την ημέρα. Το παράμαλλο είναι μήκους 5 – 6 πόντων, διαμέτρου 30 – 45 mm, σε απόσταση καλαμαριέρας από καλαμαριέρα 40 έως 60 πόντους. Η απόσταση αυτή αυξάνεται όσο πιο βαθιά ψαρεύουμε. Στο τέλος δένουμε βαρίδι σε σχήμα αχλαδιού, το οποίο καλό θα είναι να διαθέτει και στριφτάρι. Αν ψαρεύουμε ρηχά, (10 – 15 μέτρα) μπορούμε χρησιμοποιούμε μόνο μια καλαμαριέρα δεμένη σε απόσταση από το βαρίδι τόση, ώστε το ψαράκι να βρίσκεται περίπου 10 – 30 πόντους πάνω από την φυκιάδα αφού έχει πατώσει το βαρίδι.
Συνήθειες και τεχνική Τα καλαμάρια συναντάμε νύχτα, ή ξημέρωμα, αλλά και τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας ανάλογα με τις διαθέσεις τους. Τα ψάχνουμε σε κεφάλια με φυκιάδες ή σε αποχές ή κοντά στον αφρό αλλά και παρακάτω, συνήθως εκεί που μαζεύονται μικρόψαρα, τα οποία αποτελούν τη λεία των καλαμαριών. Τα καλαμάρια τα ψαρεύουμε με καλαμαριέρες νύχτα με φεγγάρι, ξημέρωμα ή σούρουπο, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου – ανάλογα την περιοχή – βαθιά, ρηχά, σε κεφάλια με φυκιάδες ή σε αποχές, ή κοντά στον αφρό αλλά και παρακάτω, διότι όπως προαναφέραμε λειτουργούν ανάλογα με τις διαθέσεις τους. Ρίχνουμε την πετονιά μας κι αφού πατώσει σηκώνουμε μισή οργιά. Καθώς η βάρκα μας μετακινείται ανεβοκατεβάζουμε το καλάμι μας αργά πάνω κάτω, σηκώνουμε λίγο και επαναλαμβάνουμε μέχρι να συναντήσουμε το κοπάδι. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα ψαράκια-καλαμαριέρες μοιάζουν ζωντανά, έτσι τα καλαμάρια ξεγελιούνται και απλώνουν τα πλοκάμια για να τα πιάσουν. Εκείνη τη στιγμή αισθανόμαστε ένα βάρος, αμέσως τραβάμε με μια κοφτή κίνηση για να καρφώσουμε το κεφαλόποδο με τις βελόνες της καλαμαριέρας, ενώ μετά τυλίγουμε με σταθερό ρυθμό ώστε να το φέρουμε στη βάρκα.
Τα φρένα του μηχανισμού τα ρυθμίζουμε ώστε τη στιγμή που το καλαμάρι κάνει το πρώτο τράβηγμα να δουλέψουν τα φρένα, ενώ μόλις σταματήσει να συνεχίζει κανονικά η άνοδός του. Το πόσο θα σφίξουμε ή θα ελευθερώσουμε τα φρένα εξαρτάται από το πόσο βαρύ είναι το καλαμάρι. Προσοχή! Όταν επάνω στις καλαμαριέρες μας εντοπίσουμε βεντούζες καλαμαριών, αυτό σημαίνει ότι είναι χορτάτα, ενώ στην περίπτωση πού κοπεί πλοκάμι καθώς ανεβάζουμε το καλαμάρι, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι ν’ αλλάξουμε θέση γιατί τρομαγμένο από το σοκ, συμπαρασύρει μαζί του όλο το υπόλοιπο κοπάδι.
Αναζήτηση και αναγνώριση Τα καλαμάρια αναζητούμε σε σημάδια που ξέρουμε ότι κυκλοφορούν αναζητώντας τροφή, ο προτεινόμενος όμως τρόπος είναι η χρήση fish finder. Το συγκεκριμένο που χρησιμοποιούμε τα απεικονίζει ως μικρές κάθετες διακεκομμένες μαύρες γραμμές, ενώ σε άλλα βυθόμετρα μπορεί να είναι κόκκινες, μπλέ ή πράσινες, ανάλογα την μάρκα και τον τύπο. Το ανέβασμα του καλαμαριού, χαρακτηρίζεται απ’ το σημαντικό βάρος – αντίσταση στην πετονιά, που οφείλεται στο γεγονός ότι το ανοίγει σαν ομπρέλα, ενώ όταν βγει στην επιφάνεια μαζεύεται απότομα και αποβάλει νερό. Αυτός είναι άλλωστε και ο τρόπος με τον οποίο κινείται μέσα στην θάλασσα. Η αντίσταση του καλαμαριού είναι σημαντική, αν δε ένα καλαμάρι είναι μεγαλύτερο από κιλό, τότε πραγματικά για να το ανεβάσουμε με το χέρι χρειάζεται κόπος, αλλά μεγαλώνει η πιθανότητα απώλειας του κεφαλόποδου, ενώ με καλάμι και μηχανισμό τα πράγματα απλοποιούνται με σωστά ρυθμισμένα τα φρένα..
Μαγειρικά μυστικά νοστιμιάς του Γιώργου Μάγειρα. Κατά το καθάρισμα του κεφαλόποδου προσέξτε να μην σπάσει η κύστη με το μελάνι του όπως φαίνεται στη φωτογραφία,
όχι μόνο για να μην γίνουμε χάλια, αλλά και διότι με αυτό μπορούμε να φτιάξουμε κορυφαίο γκουρμέ πιάτο, όπως μαύρο ριζότο με σαφράν, ή σπαγγέτι με μελάνι, που είναι θαυμάσιος συνδυασμός με τα καλαμάρια. Ακόμη, πριν τα αλευρώσουμε και αφού τα έχουμε καθαρίσει, αλείφουμε με το μελάνι το σώμα τους, αλευρώνουμε προσεκτικά και μετά τα τηγανίζουμε ολόκληρα. Η νοστιμιά είναι απερίγραπτη…
Φίλοι αναγνώστες και συναλιευτές, καλώς ήρθατε στο Δωρεάν Ηλεκτρονικό Περιοδικό “Ψάρεμα για όλους” ανανεωμένο και σύγχρονο πλέον, συμβατό με υπολογιστή, tablet ή smartphone.
Ελάτε να ζήσουμε υπέροχες αλιευτικές και θαλασσινές εμπειρίες.
Το “Ψάρεμα για όλους” (www.psaremagiaolous.gr) βρίσκεται κοντά σας από το 2004 με “ψάρεμα από σκάφος”, “ψάρεμα από ακτή”, “υποβρύχιο κυνήγι” και “πληροφορίες για το σκάφος” και φυσικά “Συνταγές μαγειρικής¨ για να απολαμβάνουμε τους καρπούς των κόπων μας απο το ψάρεμα.
Το “Ψάρεμα για όλους” (www.psaremagiaolous.gr) σας παρουσιάζει κλασσικούς αλλά και σύγχρονους τρόπους ψαρέματος μόνο με τα απαραίτητα αλιευτικά εργαλεία χωρίς περιττά έξοδα.
Ξεκινήσαμε μαζί από το 2003 με το περιοδικό Fish, ενώ μετά δυο χρόνια επικοινωνούσαμε αλιευτικά και από τα περιοδικά Ψάρεμα και Φουσκωτό και Έθνος Κυνήγι.
Να θυμηθούμε ακόμη τους 6 τόμους που κυκλοφόρησαν: «Συρτή βυθού, Φύλακας και Jigging», «Συρτή από σκάφος», «Τεχνικές για Καλαμάρια», «Τεχνητά Δολώματα», «Τεχνικές για Χταπόδια και Σουπιές», «Δολώματα, Καλάμια, μηχανισμοί», όπου μοιράστηκα μαζί σας τεχνικές και τρόπους ψαρέματος.
Το 2004 ξεκινούσε και η διαδικτυακή μας επικοινωνία, η οποία συνεχίζεται ανανεωμένη και σύγχρονη έως και σήμερα.
Σημαντικότατο ρόλο στο ψάρεμά μας παίζει όχι μόνο το καλό δόλωμα, αλλά και ο τρόπος δόλωσής του. Ένα καλοδολωμένο αγκίστρι εγγυάται απόλυτη επιτυχία.
Πολλά δολώματα έχουν το μειονέκτημα ότι επειδή είναι μαλακά, τρώγονται και χαλάνε εύκολα με το πρώτο – δεύτερο τσίμπημα, οπότε πρέπει να μαζέψουμε, να ξαναδολώσουμε και να ξαναρίξουμε, κάτι που δεν συμβαίνει με το φαραώ γιατί είναι όχι μόνο δελεαστικό, αλλά και σκληρό δόλωμα.
Το Φαραώ. Πρόκειται για σκουλήκι που οι διαστάσεις του είναι εντυπωσιακές γιατί το μήκος του ξεπερνά το ένα μέτρο. Βρίσκεται πάντα στην τρύπα του όπου και εκεί το αναζητάμε, ή τουλάχιστον το αναζητούν οι συλλέκτες δολωμάτων.
Φαραώ που πιάσαμε.
Για να το βγάλουμε έξω χρησιμοποιούμε μια σαρδέλα μπροστά από την τρύπα του, με το που αρπάζει τη σαρδέλα το καρφώνουμε στο σβέρκο με ένα μικροσκοπικό καμάκι που αποτελείται από τρία μεγάλα αγκίστρια παραγαδίσια ισιωμένα το ένα δίπλα στο άλλο που έχουμε προσαρμόσει σε ένα μικρό ξύλο, ένα μίνι καμάκι δηλαδή. Αυτό το μικρό καμάκι έχει ένα σχοινάκι που είναι δεμένο στην άλλη άκρη του ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι, βυθισμένο στο νερό, που η άνωσή του δεν επιτρέπει στο σκουλήκι να χωθεί στην τρύπα του. Το συνεχές τράβηγμα – λόγω άνωσης του μπουκαλιού – οδηγεί σιγά – σιγά το σκουλήκι έξω από την τρύπα του και ακολούθως προς την επιφάνεια όπου το μαζεύουμε εύκολα. Αυτή η διαδικασία είναι ομολογουμένως δύσκολη, γι αυτό το προμηθευόμαστε από τα καταστήματα ειδών αλιείας. Εκεί θα ζητήσουμε να διαλέξουμε το μεγαλύτερο (το μήκος τους ξεκινά από 80 cm) με χρώμα κοκκινοκαφέ που σημαίνει ότι δεν είναι «πολυκαιρισμένο» μια και το φαραώ μπορεί να ζήσει τρεις μήνες ίσως και παραπάνω σε ενυδρείο. Ο καταστηματάρχης θα μας το δώσει σε πλαστική σακούλα με θαλασσινό νερό, αν δεν έχουμε μαζί μας τις ειδικές θήκες – καλάθια ή ψυγεία δολωμάτων, έστω πλαστικό δοχείο σκεπαστό.
Φαραώ που αγοράσαμε.
Εάν αγοράσουμε περισσότερα του ενός θα πρέπει να τα διατηρήσουμε ξεχωριστά γιατί θα επιτεθεί το ένα στο άλλο με ολέθρια αποτελέσματα.
Προσοχή χρειάζεται την ώρα που το πιάνουμε και το κόβουμε. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ουρά προς το κεφάλι αφ’ ενός για να μην ψοφήσει και αφ’ εταίρου για να μη μας δαγκώσει. Κόβουμε κομμάτια των δέκα πόντων και διατηρούμε πάντα το υπόλοιπο σκουλήκι σε δοχείο με θαλασσινό νερό το οποίο καλό θα είναι να αντικαθιστούμε δύο τρεις φορές την ημέρα καθώς ψαρεύουμε. Το σκουλήκι αυτό είναι τόσο σκληρό, όπου με το μικρό κομμάτι που θα βάλουμε στο αγκίστρι μας μπορεί να το χρησιμοποιήσουμε για τη σύλληψη ακόμη και τριών ψαριών – όχι όμως Τσιπούρας. Χαλάει πάρα πολύ δύσκολα και αυτό θα το καταλάβουμε όταν μετά από έξι ή και οκτώ μικροτσιμπήματα παραμένει σχεδόν άθικτο.
Η δόλωση.
Αυτό που θέλει προσοχή στο δόλωμα είναι το κεφάλι του και ιδιαίτερα το στόμα του. Όσοι έχουν «γευτεί» δαγκωματιά Φαραώ καταλαβαίνουν πολύ καλά τι εννοούμε. Το στόμα του είναι κοφτερό και γι’ αυτό δεν πρέπει να το πιάνουμε ποτέ από εκεί.
Τα πρώτα κομμάτια δολώματος που θα χρησιμοποιήσουμε είναι από το τμήμα της ουράς. Επειδή ψαρεύουμε με ζοκάκι ή μονάγκιστρο, με το χέρι πιάνοντας το δόλωμα από την ουρά προσπαθούμε να κόψουμε το ανάλογο κομμάτι. Πιέζοντας λίγο με τα δύο μας δάχτυλα το δόλωμα, αυτό κόβεται σχετικά εύκολα, χωρίς να ματώσει και να λερώσει το νερό.
Μπορούμε αν θέλουμε για να μην κάνουμε αυτή τη διαδικασία συνεχώς, να κόψουμε από την ουρά ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι, το οποίο το βγάζουμε έξω από τη λεκάνη και με μαχαιρι ή ψαλίδι κόβουμε το ανάλογο μέγεθος όποτε χρειαστούμε δόλωμα,.
Τα ψάρια τώρα που προσελκύει το δόλωμα μας είναι όλα εκλεκτά. Τσιπούρες, Σαργοί, μουρμούρες. σκαθάρια. Τα μικρόψαρα αν το κομμάτι είναι μεγάλο δεν το πλησιάζουν εύκολα γιατί το φοβούνται, αλλά αν είναι μικρό σε σχήμα ροδελίτσας, τότε το κατασπαράζουν.
Το κομμάτι που θα δολώσουμε στο αγκίστρι μας θα είναι αρκετά μεγάλο και ζωντανό για να χτυπήσει το καλό ψάρι. Περασμένο στο αγκίστρι, συνεχίζει να κάνει σπασμωδικές κινήσεις, ενώ το αίμα που φεύγει από το σώμα του μαλαγρώνει τη γύρω από το δόλωμα περιοχή, ενώ λειτουργεί εξ ίσου θαυμάσια τη νύχτα γιατί φωσφορίζει.
Το αλιευτικό εργαλείο.
Για να κατασκευάσουμε το αλιευτικό μας εργαλείο με το οποίο ψαρέψαμε χρειαζόμαστε τα εξής: Καρούλα μετρίου μεγέθους, εκατό έως διακόσια μέτρα, πετονιά τριάντα έως εξήντα χιλιοστά φτηνή και πετονιά είκοσι έως εικοσιδύο χιλιοστά πολύ καλής ποιότητος.
Παίρνουμε την καρούλα και τυλίγουμε την χοντρή πετονιά έως ότου σχεδόν την καλύψουμε. Δένουμε στο τέλος της χοντρής πετονιάς την λεπτή εικοσιδιάρα, κάνουμε μια στροφή και κολλάμε σε όλη την τυλιγμένη πετονιά γύρω – γύρω μονωτική ταινία. Μόλις καλυφθεί, συνεχίζουμε να τυλίγουμε την πετονιά των εικοσιδύο χιλιοστών έως ότου μετρήσουμε εκατό έως εκατόν πενήντα μέτρα. Στο τέλος της δένουμε ψιλή ζόκα με αγκίστρι Νο 4. Αν δεν έχουμε ζοκάκι δενουμε το προαναφερόμενο αγκίστρι με δαγκωτό ψιλό βαριδάκι.
Ζοκάκια ιδιοκατασκευή που φτιάξαμε με αγκίστρια Mustad
Ο Τόπος…
Ο τόπος που πρέπει να επιλέξουμε θα πρέπει να είναι από τρία έως δώδεκα μέτρα βάθος. Στα μικρά βάθη δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όταν όμως ξεπεράσουμε τα έξι – επτά μέτρα, θα πρέπει να ελέγξουμε το χρόνο που κατεβαίνει το μολυβάκι με το αγκιστρωμένο φαραώ στον πυθμένα, διότι στην περίπτωση ύπαρξης ρευμάτων δεν θα φθάσει κοντά στον πυθμένα ποτέ… Αν λοιπόν συναντήσουμε ρεύματα ικανά για το πιο πάνω αποτέλεσμα, αλλάζουμε αμέσως περιοχή.
Στα ρηχά πάντως σπάνια θα συναρτήσουμε τέτοιου είδους προβλήματα και σας υπενθυμίζουμε ότι οι Σαργοί και οι Τσιπούρες εκεί τριγυρίζουν τα βράδια…
Αφού επιλέξουμε τον τόπο που θα ψαρέψουμε, ρίχνουμε σιγά – σιγά άγκυρα και αφήνουμε τη βάρκα να ηρεμήσει. Μόλις σταματήσει πηγαίνουμε στην αντίθετη πλευρά από εκείνη που έχουμε ρίξει άγκυρα και ξεκινάμε τις βολές.
Αν δεν έχουμε Φαραώ μπορούμε να δολώσουμε και γαρίδα ή κάποιο άλλο δόλωμα, τα αποτελέσματα όμως θα είναι τελείως διαφορετικά…